ροοστάτης

ροοστάτης
Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά αντιστάσεων που παρεμβάλλονται στο κύκλωμα ή αποσυνδέονται από αυτό με τον χειρισμό ενός μεταγωγέα. Στη δεύτερη περίπτωση ο ρ. αποτελείται συνήθως από μια αντίσταση σύρματος, που έχει περιελιχθεί γύρω από ένα μονωτικό υλικό, συνήθως κυλινδρικής ή δακτυλιοειδούς μορφής, και από μια κινητή επαφή (δρομέας), που μπορεί να μετατοπίζεται κατά μήκος της αντίστασης και να παρεμβάλλεται έτσι στο κύκλωμα ένα μικρό ή μεγάλο τμήμα της.Το σύρμα, πάνω στο οποίο ολισθαίνει ο δρομέας, είναι γενικά κράμα μετάλλων, π.χ. νεάργυρος (60% Cu, 21% Ni, 19% Zn), κοσταντάν (35-55% Ni, 65-45% Cu), μαγγάνιο (70% Cu, 30% Mn). Για μικρές δυνάμεις η αντίσταση μπορεί να αποτελείται από ένα χημικό επίστρωμα (μείγμα άνθρακα και μεταλλικών οξειδίων) πάνω σε μονωτικό υλικό). Ένας άλλος τύπος ρ. συνεχούς μεταβολής είναι ο ηλεκτρολυτικός, ο οποίος όμως χρησιμοποιείται σε ελάχιστες περιπτώσεις. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο γεμάτο με ένα αγώγιμο υγρό (ηλεκτρολύτης) και από δυο ηλεκτρόδια βυθισμένα στο υγρό· η μεταβολή της αντίστασης πραγματοποιείται με τη μεταβολή της απόστασης μεταξύ των δυο ηλεκτροδίων.Τα χαρακτηριστικά ενός ρ. είναι: η τιμή της αντίστασης του σε Ωμ, το μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα που μπορεί να περάσει σε αυτόν και, στην περίπτωση του ρ. συνεχούς μεταβολής, η σχέση που υπάρχει μεταξύ της μεταβολής της τιμής της αντίστασης και της μετακίνησης του δρομέα από το ένα άκρο στο άλλο (ρ. γραμμικός, ρ. λογαριθμικός). Η χρήση του ρ. είναι πολύ εκτεταμένη: μπορούμε να πούμε ότι σχεδόν κάθε ηλεκτρική διάταξη έχει μεταξύ των στοιχείων της ένα ή περισσότερους ροοστάτες. Τυπικές εφαρμογές του ρ. είναι η ρύθμιση των στροφών των ηλεκτροκινητήρων, η ρύθμιση του ρεύματος φόρτισης των ηλεκτρικών συσσωρευτών, η ρύθμιση της έντασης του φωτός των ηλεκτρικών λαμπτήρων (προβολείς θεάτρου κλπ.). Ευθύγραμμος ροοστάτης συνεχούς μεταβολής.
* * *
και ρεοστάτης, ο, Ν
(ηλεκτρολ.) συσκευή που χρησιμοποιείται ως μεταβλητή αντίσταση για τη ρύθμιση τής έντασης τού ηλεκτρικού ρεύματος που διαρρέει ένα κύκλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheostat (< ρέος / ροή + -στάτης < ἵστημι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ροοστάτης — ο βλ. ρεοστάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • ρεοστάτης — ο, Ν βλ. ροοστάτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”